φρενήρεις

φρενήρεις
φρενήρης
sound of mind
masc/fem acc pl
φρενήρης
sound of mind
masc/fem nom/voc pl (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φρεναρτίους — Α (κατά τον Ησύχ.) «φρενήρεις». [ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + ἄρτιος] …   Dictionary of Greek

  • μαινάδες — Oι γυναίκες που διακονούσαν στη λατρεία του Διονύσου, κατά την αρχαιότητα, συνεπαρμένες από ιερό οίστρο. Απεικονίζονταν με μακριά ενδύματα, ενώ χόρευαν σε φρενήρεις ρυθμούς, κουνώντας τον θύρσο, ένα είδος ράβδου, που είχε στην κορυφή μια… …   Dictionary of Greek

  • Μέρντοχ, Ρούπερτ — (Rupert Murdoch, Μελβούρνη 1931 –). Αυστραλό αμερικανός ιδιοκτήτης Μ.Μ.Ε. Ήταν γιος εκδότη εφημερίδων της Αυστραλίας και σπούδασε στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Την περίοδο 1950 52 εργάστηκε στην αγγλική εφημερίδα Daily Mirror ως βοηθός συντάκτη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”